αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… … Dictionary of Greek
αποπλάνηση — η ξεμυάλισμα, εξαπάτηση (βλ. αποπλανώ)· «αποπλάνηση του φωτός», φαινομενική εκτροπή του φωτός των απλανών αστέρων, η οποία οφείλεται στην κίνηση της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπλανήσῃ — ἀποπλανήσηι , ἀποπλάνησις digression fem dat sg (epic) ἀποπλανάω lead astray aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀποπλανάω lead astray aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀποπλανάω lead astray fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ποπλανήσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… … Dictionary of Greek
πείρασις — άσεως, ἡ, Α [πειρώ / πειρώμαι] 1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση 2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.) … Dictionary of Greek
έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… … Dictionary of Greek
ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
ασέλγεια — Κάθε ακόλαστη πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί των εγκλημάτων α., με κυριότερους τον εξαναγκασμό σε α., την κατάχρηση σε α. (εξώγαμη συνουσία με άτομο που δεν έχει σώας τας φρένες),… … Dictionary of Greek
διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… … Dictionary of Greek
ξεγέλασμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεγελώ, απάτη, αποπλάνηση … Dictionary of Greek